ἀνδριαντοποιίᾳ

ἀνδριαντοποιίᾳ
ἀνδριαντοποιΐαι , ἀνδριαντοποιία
the sculptor's art
fem nom/voc pl
ἀνδριαντοποιΐᾱͅ , ἀνδριαντοποιία
the sculptor's art
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνδριαντοποιία — ἀνδριαντοποιΐᾱ , ἀνδριαντοποιία the sculptor s art fem nom/voc/acc dual ἀνδριαντοποιΐᾱ , ἀνδριαντοποιία the sculptor s art fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανδριαντοποιία — η και ποιική (Α ἀνδριαντοποιία και ποιική) η τέχνη του ανδριαντοποιού, του γλύπτη ανδριάντων …   Dictionary of Greek

  • ανδριαντοποιία — η η τέχνη του ανδριαντοποιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνδριαντοποιίας — ἀνδριαντοποιΐᾱς , ἀνδριαντοποιία the sculptor s art fem acc pl ἀνδριαντοποιΐᾱς , ἀνδριαντοποιία the sculptor s art fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδριαντοποιίαν — ἀνδριαντοποιΐᾱν , ἀνδριαντοποιία the sculptor s art fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • Γουόλστον, Καρλ — (Carl Walston, 1856 – 1926). Αμερικανός αρχαιολόγος, γερμανικής καταγωγής. Διετέλεσε διευθυντής της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα (1890 93) και καθηγητής στην ίδια σχολή (1893 96). Την ίδια εποχή πραγματοποίησε αρχαιολογικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”